- συνάγεις
- συνάγωbring togetherpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάγω — συνήγαγα, συνηγμένος 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω: Συνάγει τα πλήθη. 2. συμπεραίνω: Από πού συνάγεις αυτό το συμπέρασμα; – Από τα παραπάνω συνάγεται ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)